- Σιληνικός
- Σῑληνικός, ή, όν,A of or like Silenus, σατυρικὸν δρᾶμα καὶ ς. Pl.Smp. 222d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιληνικός — και σειληνικός, ή, όν, Α [Σ(ε)ιληνός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σιληνό … Dictionary of Greek
Σιληνικόν — Σιληνικός of masc acc sg Σιληνικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιληνικόν — σῑληνικόν , σιληνικός of masc acc sg σῑληνικόν , σιληνικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειληνικός — ή, όν, Α βλ. σιληνικός … Dictionary of Greek